dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
αυτόπτης μάρτυρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Augenzeuge
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αυτόπτης μάρτυρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Augenzeugin
Ⓦ
Ⓖ
…